ἀκριβούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκριβούτσικος ἐπίθ. κοιν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὀλίγον τι ὑπερτιμημένος κοιν. : ᾽Ακριβούτσικο εἶναι τὸ παννὶ ποῦ πῆρες. Ἀκριβούτσικο τό ἀγόρασες τὸ κρέας. Συνών. ἀκριβωτός. 2) Ὁ λίαν προσφιλής, ἀγαπητός, θωπευτικῶς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. κ.ἀ.: Ἆσμ. Μένα ἡ μάννα μ᾽ ἔχει μοναχή, | μοναχούτσικη κιˬ ἀκριβούτσικη Σηλυβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA