ἀκριδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκριδάκι τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀκρίδα.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ ἀκρὶς πολλαχ 2) Τὸ φυτὸν ἐχίνωψ ὁ ἰξώδης (echinops viscosus) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) μὲ τοὺς βλαστοὺς ἐδωδίμους. Συνών. ἀχινάγκαθο, κεφαλάγκαθο, μοσκοκαύλι, σταυράγκαθο, χαμωλεˬός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA