ἀκρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρίζω Ἤπ. Κεφαλλ. ἀκρίζου Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀκρίζω₌βαδίζω ἐπὶ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν, βαδίζω ἄκροις ποσίν.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Ὁδηγῶ παίρνω τινὰ εἰς μίαν ἄκραν, ἀπομονώνω τινὰ Ἤπ. Κεφαλλ.: Ἄκρισε κἀνένα ἄλλον νὰ σὲ δανείσῃ Κεφαλλ. 2) Βάλλω, τοποθετῶ τι εἰς τὴν ἄκραν (ὄχι εἰς τὴν μέσην) Κεφαλλ. Β) ᾿Αμτβ. 1)᾽Αποσύρομαι εἰς τὴν ἄκραν Τσακων.: Πρωτούτερα ὁ δεῖνα ἔκη καυκούμενε νὰ ’κῇ περσὰ τζ’ ἔδαρι ἀκρίε (πρωτύτερα ὁ δεῖνα ἐκαυχᾶτο ὅτι θὰ κάμῃ πολλὰ καὶ τώρα ἀπεσύρθη ). Συνών. ἀποτραυε͜ιέμαι (ἰδ. ἀποτραυῶ). 2) Πλέων προσεγγίζω εἰς τὴν παραλίαν Ἤπ. Κεφαλλ. : Ἡ βάρκα θ ἀκρίσῃ Κεφαλλ. Μὲ τὸν μαΐστρο τὰ ψάριˬα ἀκρίζουν αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/