ἀκρίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκρίτσα ἡ, σύνηθ. ᾽κρίτσα Ἤπ. (Χουλιαρ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄκρα.
Σημασιολογία
1) Μέρος ὀλίγον ἀπόμερον Ἤπ.(Χουλιαρ.): Κάτσι’ς τὴν ἀκρίτσα σ᾽ καὶ μὴν ἀνακατεύισι. || Φρ. Ἔκατσι ’ς τὴν ἀκρίτσα σὰ βριμὲνους γάττους (ἐπὶ τοῦ καταισχυνθέντος καὶ ἡσυχάσαντος). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀκρούλλα. 2) Ἡ ἄκρα τοῦ ἄρτου Ἤπ. Θεσσ.: Δῶσι μ᾿ μιˬὰ ἀκρίτσα ψουμὶ Ἤπ. Συνών. ἄκρα 5. β) Τεμάχιον ἄρτου φρυγομένου ἐπὶ ἀνθρακιᾶς Ἤπ. Συνών. καπύρα, πυρωμάδα, φρυγανιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA