ἀκροάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροάζομαι λόγ. σύνηθ. ἀκράτζομαι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκράζουμι Καλαβρ. (Καρδ.) ἀγκράζομαι Εὔβ. (Κύμ.) Σκῦρ. ἀργάζομαι Πελοπν. (Βυτίν. Μάν. κ. ἀ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀκροάζομαι.

Σημασιολογία

1) ᾽Ακροῶμαι, ἀκούω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Καλαβρ. (Μπόβ.): ’Ακροάζομαι τόσην ὥραν καὶ δὲν ἀκούω, δὲν καταλαβαίνω τίποτε. Ὁ γιˬατρὸς ἀκροάστηκε τήν καρδιˬὰ τοῦ ἀρρώστου σύνηθ. Ἀγκράσου τί θὰ σοῦ πῶ Κύμ. Τέτο͜ια πράματα οὔτε τ᾿ ἀκροάζομαι ποτὲς Μάν. Συνών. ἀκροᾶμαι, ἀκρουμάζομαι, ἀκρουμαίνω, ἀφτιˬάζομαι. 2) Ὑπακούω Εὔβ. (Κύμ.) Σκῦρ.: Δὲν ἀγκράζεται καθόλου, ὅ,τι θέλει κάμει Κύμ. Συνών ἀκρουμαίνω. 3) Ἐννοῶ, ἀντιλαμβάνομαι Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βυτίν. Μάν. κ. ἀ.) : Ἄν ἐπέρασ' ὁ δεῖνα, ἐγὼ δὲν τὸν ἀργάστηκα Πελοπν. Ἥσυχα νὰ μὴ σ᾿ ἀργασθῇ κἀνένας Βυτίν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/