ἀστράκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστράκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστράκωμα τό, Λεξ. Αἰν. ἀστράχωμα Πελοπν. ἀστράχουμα Ἤπ. (Κούρεντ.) ἀστρέχουμα Ἤπ. (Κούρεντ.) ᾽στράκωμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀστρακώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) ᾿Επίχρισις δαπέδου ἢ δώματος οἰκίας μὲ μῖγμα ἐκ θραυσμάτων κεράμων καὶ ἀσβέστου Κύπρ. Πελοπν. - Λεξ. Αἰν. Συνών. ταράτσωμα. 2) Σκλήρυνσις τῆς ἐπιφανείας τῶν σπαρέντων ἀγρῶν ἡ ἐπερχομένη μετὰ τὸ στέγνωμα τοῦ ἐκ τῶν βροχῶν λιμνάζοντος ὕδατος Κύπρ. 3) Γεῖσον στέγης Ἤπ. (Κούρεντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA