ἀστρακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστρακώνω, οὐστρακώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀστρακώνω Κύθηρ. Κύθν. Χίος - Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ἀστρακούνω Πελοπν. (Λακων.) ἀστρακούνου Πελοπν. (Μάν.) ἀστραχώνω Πελοπν. (Οἰν.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀστραχούνω Πελοπν. (Λακων.) ᾿στρακώνω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.) Κάρπ. Παξ. Σίφν. ᾿στρακών-νω Κύπρ. ᾽στρακώνου Εὔβ. (Κύμ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Περίστασ.) Σάμ. ᾿στρακών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾽στραχώνω Πελοπν. (Μάν.) ᾽στριχώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστράκι (Ι) ἢ ἀστρακιˬά.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) ᾿Επιστρώνω δάπεδον ἢ ὀροφὴν οἰκίας μὲ ὀστρακοκονίαν, μῖγμα θρυμμάτων κεράμων καὶ ἀσβέστου Κύθν. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. β) Ρίπτω κόνιν κοπανισμένων κεράμων εἰς γεννήματα πρὸς πρόληψιν τῆς ἀναπτύξεως ζωϋφίων Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἀστρακώνω τὸ σ᾽τάρι Κύθηρ. ᾽Αστρακούνου τὸ γέννημα Μάν. γ) Ἐπιχρίω τοῖχον μὲ ἀσβεστοκονίαμα Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀσβεστώνω 2, σουβαντίζω. 2) Καθιστῶ τὸ ἔδαφος σκληρὸν δι᾽ ἐπιστρώσεως χαλίκων καὶ ἐν γένει πιέζω, καταπατῶ, σκληρύνω τι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Κύμ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ. Περίστασ.) Κάρπ. Κύπρ. Σάμ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Δημητρ.: ’Στράχιˬωσε τὴ στοίβα Σαλαμ. ’Στρακώθη ἡ γῆ Περίστασ. Ἡ στράτα ἐστρακώθην Κύπρ. Μὲν πατᾷς πάνω ᾿ς τὸ χῶμαν ταὶ ᾿στρακών-νεις το αὐτόθ. Ἔν’ ᾽στρακωμένα τὰ χωράφκιˬα μας ’ ποὺ τὸ ρέξιμον (ἀπεσκληρύνθησαν τὰ χωράφια μας ἐκ τῆς καταπατήσεως) αὐτόθ. Εἶναι ᾿στρακωμένο τὸ χῶμα καὶ δὲ τσαππίζεται Μυριόφ. ᾽Στρακώθ’κι τοὺ χιˬό᾿ Ζαγορ. Τὰ μαλλιˬὰ εἶναι 'στρακωμένα ᾽ς τὴν κούφα Σωζόπ. Καὶ ἀμτβ. σκληρύνομαι, στερεοῦμαι, ἐπὶ ἐδάφους, ἀσβέστου κττ. Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κύπρ. Παξ. Σαλαμ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Λεξ. Αἰν.: Πάτα πάτα ἐστράκωσε τό δῶμαν τ’ὲν τρέει Κύπρ. Οἱ δρόμοι ᾽στρακώσασιν ᾽ποὺ τὲς παδκεˬὲς (ἀπὸ τὰ πατήματα) αὐτοθ. ’Ποὺ τὸν χορὸν ᾿στρακών-νει τὸ χῶμαν αὐτόθ. Ἔβρεξε τ’ ἐστράκωσεν ἡ γῆ αὐτόθ. Θὰ οὐστρακώσ’ ἡ γῆς κουντὰ ᾿π᾽ αὐτὲς τσ᾽ βρουχὲς Αἰτωλ. ’Στράκωσε τὸ χιˬόνι Σωζόπ. Συνών. ἀστρακιˬώνω, βραχώνω, πετρώνω. 3) Συγγολλῶ τι διερρωγὸς μὲ ὀστρακοκονίαν καὶ μεταφ. διορθώνω τι Λυκ. (Λιβύσσ.) 4) Κατασκευάζω ὑδρορρόην τῆς στέγης Πελοπν. (Λακων.) β) Κλείω τὴν ἀστράχαν τῆς στέγης διὰ λίθων, πηλοῦ κττ. Πελοπν. (Οἰν.): Ἀστραχωμένο σπίτι. 5) Κτίζω τὸ κενὸν διάστημα τὸ μεταξὺ τοῦ τοίχου καὶ τῆς ἐπ᾽ αὐτοῦ στηριζομένης ἐπικλινοῦς στέγης Πελοπν. (Μάν.) 6) Θέτω τι ὑπὸ τὸ ἐξέχον γεῖσον τῆς στέγης Στερελλ. (Αἰτωλ.): 'Στριχώνου τοὺ μ᾿λάρ’ νὰ μὴν τοῦ πάρ’ ἡ βρουχή. Β) Μεταφ. 1) Στενοχωρῶ τινὰ, πιέζω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θὰ σὶ ᾽στριχώσου, ποῦ θὰ μ’ πάς; Ἅμα στριχώνουμι μὄρχιτι νὰ σκάσου. Συνών. στριμμώχνω. 2) Στενοχωρῶ, πιέζω τινὰ ἠθικῶς (Στερελλ): Τοὺν ᾽στρίχουσαν κουντὰ οἱ χριουφειλέτις. Δὲ δανείζουμι, γιατὶ θά ᾿ρθῇ κἀνιˬὰ στιγμὴ νὰ ’στριχουθῶ. Στριχώθ’κα κ’ ἔδουκα τοὺ ράι (πιεσθεὶς ὑπεχώρησα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/