ἀκρόασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρόασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκρόασι ἡ, λόγ. σύνηθ. ἀκρόασ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ οὐσ. ἀκρόασις.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ ἀκούῃ τις μετὰ προσοχῆς, τὸ νὰ προσέχῃ τις εἴς τινα ἔνθ’ ἀν. : Τοῦ εἶπα πολλά, ἀλλὰ δὲ μοῦ ᾽δωκε ἀκρόασι σύνηθ. Δὲν τὄδ’νι ντίπ ἀκρόασ᾽ αὐτὸς Αἰτωλ. Δὲν μὄδωκε ἀκρόασι μπίτι Πελοπν. ( Βούρβουρ.) Κάμε μου ἀκρόασι (πρόσεξε εἰς τοὺς λόγους μου) Πελοπν. (Λακῶν.) || Παροιμ. φρ. Οὔτε φωνὴ οὔτε ἀκρόασι (ἐπὶ τῶν μὴ ἀξιούντων προσοχῆς τοὺς λόγους ἢ τὰς αἰτήσεις τῶν ἄλλων). Πβ. μεταγν. Π. Δ. (Γ’ Βασιλ. 18,26) «οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις»). Συνών. φρ. οὔτε φανιˬὰ οὔτ᾿ ἀκουστιˬὰ (ἰδ. λ. ἀκουστιˬά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/