ἀστραμμάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραμμάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστραμμάδα ἡ, Ζάκ. ᾿στραμ-μάδα Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿στρεμ-μάδα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄστραμμα καὶ τῆς, καταλ. -άδα (1).
Σημασιολογία
Ἄστραμμα, ὅ ἰδ.: Φρ. Σὲ μιˬὰν ἀστραμμάδα ἦρθε (ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ) Ζάκ. Ἦρτε σὰν ’στραμ-μάδα Μπόβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA