ἀκροβάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροβάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροβάλλω ἀμάρτ. ᾽κροβάλ-λω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. βάλλω.

Σημασιολογία

Ἀκροβαλίσκω, ὃ ἰδ.: ᾿Εκρόβαλα νὰ δῶ εἶντα ’ν’ ποῦ λαλοῦσιν. || Ἆσμ. Ἁντὰν νὰ δῇς ταὶ τὸν παππᾶν ’ς τὴν πόρταν νὰ ᾽κροβάλῃ, κλάψε, Τριανταφυλλένη μου, ρῖξε φωνὴν μεάλην. Συνών. ἀκροβαλίσκω. Πβ. προβάλλω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/