ἀκροβούνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροβούνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκροβούνι τό, Κάσ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,39 ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,215 ἀκροούνι Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. βουνί. Περὶ τῆς λ. πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,180.
Σημασιολογία
Τὸ ὑψηλότερον ἄκρον τοῦ βουνοῦ, κορυφὴ ὄρους: Ἆσμ. Μαῦρο πουλλάκι κάεται ᾿ς τῆς Κάσος τ’ ἀκροβούνι, βγάλλει φωνίτσα θλιβερὴ καὶ μαῦρο μοιριˬολόι (κάεται₌κάθηται) Κάσ. ₋Ποιήμ. Παίρνω τὴν ἀκροποταμιˬὰ καὶ φτάνω ᾿ς ἀκροβούνι, ἐκεῖ ὁποὺ βγαίνει τὸ νερὸ κιˬ ὁπού ᾿ν᾿ ὁ καταγός του ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. ’Σ τὴ Λιˬάκουρα τὴ δροσερή, ᾿ς τῆς Γκούρας τ’ ἀκροβούνιˬα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA