ἀκρογυˬαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρογυˬαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρογυˬαλίζω ΙΠολυλ. Διηγ. 67.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ ἄκρα καὶ τοῦ ρ. γυαλίζω.

Σημασιολογία

᾿Ακτινοβολῶ ἀσθενῶς: Τὸ καλοκαίρι μένει ξεροπόταμο μὲ νερὸ ποῦ ἀκρογυˬαλίζει ᾽ς τὰ χαλίκιˬα ὀλιγοστὸ τόσο νὰ ζωντανεύῃ τ᾽ ἀγριολούλουδα τῆς ρεματιˬᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/