ἀκροδάχτυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροδάχτυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκροδάχτυλο τό, Κρήτ. κ. ἀ. -ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν 192 ἀκριοδάχτυλο Κορσ. ἀκριˬοδάχτυλο Κορσ. ᾽κριˬουδάχτ᾽λου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἀκροδάκτυλον=ἀντίχειρ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου ἔνθ' ἀν.: Περπατῶ μὲ τ᾿ ἀκροδάχτυλα (ἀκροποδητὶ) Κρήτ. ᾿Απὸ τοὶς χελιδονοφωλεˬὲς ἐπρόβαλαν σὰν ἀκροδάχτυλα λεπρὰ τὰ κεφάλιˬα τους τ᾽ ἀμάλλιˬαγα πουλλιˬὰ ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μικρότερος τῶν δακτύλων τῆς χειρός, ὁ ὠτίτης Κορσ.:Ἄσμ. Εἶχε ’ς τ’ ἀκριοδάχτυλο πανέρα͜ιο δαχτυλίδι, ἔλαμπε πλεˬὸ τὸ δάχτυλο παρὰ τὸ δαχτυλίδι.Κόβγει της τ’ ἀκριˬοδάχτυλο, κόβγει τ᾿ ἀκροπλεξούδι. Συνών. μικροδάχτυλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA