ἀκροκιτρινίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροκιτρινίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροκιτρινίζω Κρήτ. ἀκριˬοκιτρινίζω Πελοπν. (Λάκων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. κιτρινίζω.
Σημασιολογία
Ἀποκτῶ χρῶμα ἐλαφρῶς κίτρινον, ὑποκιτρινίζω ἔνθ’ ἀν.: Ἐφάνηκενε πῶς τό ’καμενε, γιατὶ ἀκροκιτρίνισενε Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA