ἀκρόδυα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρόδυα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκρόδυα τά, ΠΓεννάδ. ᾿κρόδυα ᾿Αθῆν. κ. ἀ. -ΠΒλαστοῦ ᾽Αργὼ 290.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκρόδρυα ἀποβληθέντος τοῦ ρ κατ᾿ ἀνομ.
Σημασιολογία
1) Οἱ καρποὶ τῆς κελτίδος, τῆς ὀξύας καὶ ἄλλων ξυλωδῶν φυτῶν ᾿Αθῆν. κ. ἀ. 2) Τὰ ὀπωροφόρα δένδρα (συνεκδ. ἐκ τῆς σημ. τῶν δένδρων τῶν παραγόντων καρποὺς ἔχοντας ξυλῶδες κέλυφος. Πβ. Ξενοφ. Οἰκονομ 19,12 «συκῆν.... καὶ τἄλλα ἀκρόδρυα πάντα») ’Αθῆν. κ. ἀ. –Πβλαστὸς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Μὰ μήνυμα ἦρθε ξαφνικὰ πῶς οἱ κουρσάροι . . . τὰ χωριˬὰ τὰ πάτησαν καὶ τοῖς σοδιˬὲς ἁρπάζουν, πῶς καίνε ᾿κρόδυα καὶ σπαρτά .. . ΠΒλαστὸς ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA