ἀκροδωματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροδωματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροδωματίζω ἀμάρτ. ᾽κορδωματίζω Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρόδωμα.
Σημασιολογία
Ἀκροδωματιˬάζω ὃ ἰδ. : Τὸ ᾽κορδωμάτισε τὸ σπίτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA