ἀκρόδωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρόδωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκρόδωμος ὁ, Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρόδωμα.
Σημασιολογία
1) Τὸ προεξέχον γεῖσον τῆς στέγης οἰκίας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκροδεσιˬά. 2) Πληθ. ἀκρόδωμοι, οἱ ἀκρότατοι λίθοι οἰ ἀποτελοῦντες τὸ γεῖσον τῆς στέγης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA