ἀκρομεγαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρομεγαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρομεγαλώνω Κρήτ. κ.ἀ.-ΛΜαβίλ. Ἔργα 15.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. μεγαλώνω.

Σημασιολογία

1)Ὀλίγον τι μεγαλώνω, μόλις φθάνω εἰς ἡλικίαν τινα ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 279 «τ’ ὄνομα ποῦ τοῦ βγάλανε τὴν ὥρα ποῦ γεννήθη | ὡσὰν ἀκρομεγάλωσε πάραυτας τ’ ἀπαρνήθη». 2)Ἡλικιώνομαι πολύ, φθάνω εἰς προχωρημένην ἡλικίαν ἀγν. τόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/