ἀκροκαηˬμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροκαηˬμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκροκαηˬμένος ἐπίθ. Πελοπν (Λάκων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ καηˬμένος μετοχ. τοῦ ρ. καίω.
Σημασιολογία
Ὁ κεκαυμένος κατὰ τὸ ἄκρον: ᾿Ακροκαηˬμένο γράμμα (ἐπιστολὴ ὑπὸ πενθοῦντος ἀποστελλομένη, ὅστις πρὸς δήλωσιν τοῦ πένθους του καίει ὀλίγον τι τὸ περιθώριον αὐτῆς, ἢ ἐπιστολὴ ὁμοίως ἐλαφρῶς κεκαυμένη πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, πικρίας καὶ ἔχθρας κατὰ τοῦ προσώπου, πρὸς ὃ ἀπευθύνεται. Πβ. ἆσμ. γραφὴ σὲ τρεῖς μερεˬὲς καηˬμένη).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA