ἀκροκαθιστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροκαθιστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκροκαθιστὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ᾽κροκαθιστὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἄκρος καὶ καθιστός.

Σημασιολογία

Ὁ καθήμενος κατὰ τρόπον, ὥστε τό συνεσταλμένον σῶμά του νὰ στηρίζεται ἐπὶ τῶν ποδῶν διὰ τῆς κάμψεως τῶν γονάτων : Ἤμουν ’κροκαθιστὴ τ’ ἐμουδκιˬάσαν τὰ πόδκιˬα μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/