ἀκροπατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροπατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροπατῶ Πάρ. ἀκριˬοπατῶ Πελοπν. (Μάν.) ἀκριˬοπατάω Πελοπν. (Μάν.) ’gροπατῶ Σύμ. ’γροπατῶ Σύμ. ἀγουροπατῶ Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. πατῶ. Διὰ τὸ γ ἐν τῷ τύπ. ’γροπατῶ πβ. τὰ ὅμοια ἀκρολαλῶ-’γρολαλῶ, ἀκρωτήρι-’γρωτήρι κττ. Ἐν τῷ ἀγουροπατῶ ἔγινε ἀνάπτυξις συνοδίτου φθόγγου.
Σημασιολογία
1)Βαίνω ἐπὶ ἄκρων ὀνύχων, βαδίζω μετὰ προσοχῆς Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Ἀκριˬοπάτα κιˬ ἀκριˬοσκιˬοῦφτε νὰ μὴν ἀλείψῃς τῆς ἀδερφῆς μας τῆς Κυπάρισσως τὸ ροῦχο καὶ μᾶς φουμίξῃ ἡ μάννα μας (ἐκ παραμυθ. ἀλείψῃς=ρυπάνῃς, φουμίξῃ= ἐπιπλήξῃ) Μάν. 2)Προσκόπτω, προσκρούω βαδίζων Σύμ.: Ἐgροπάτησεν κ’ ἔπ-πεσεν κάτω. Συνών. παραπατῶ. β)Βαδίζω βραδέως Σύμ.: ᾿Εgροπάτεν γιˬὰ νὰ τὸν ἠφτάσουμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA