ἀκροποτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροποτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροποτίζω Κρήτ. ’κροποτίζω Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. ποτίζω.
Σημασιολογία
Μόλις, ὀλίγον ποτίζω τι ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ’Σ τὸ περιόλι της τὴν ηὕρηκα, | τὰ ’ασικά της ἐκροπότιζε (περιόλι=περιβόλι, ’ασικὰ=βασιλικὰ) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA