ἄρμωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρμωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄρμωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρμωτὸς<ἀρμώνω. Περὶ τῆς στερητικῆς σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος αὐτὴν διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ἀ -στερητ. 2α.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καλῶς προσηρμοσμένος: Ἄρμωτα σανίδ. 2) Ὁ μὴ καλῶς κεκλεισμένος: Ἄρμωτον ἔν’ ἡ πόρτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/