ἀκροσκουντῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροσκουντῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκροσκουντῶ ἀμάρτ. ’κροκουντῶ Θρᾴκ. (Γέν.) ’κουρκουdῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. σκουντῶ. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ στ. 937 (ἔκδ. Schmitt) «τὴν θύραν ἀκριοκόντισε διὰ νὰ τὸν ἠκούσουν».

Σημασιολογία

᾿Ελαφρῶς ὠθῶ ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ’κροκούντ’σε μέσ’ ’ς τὸν ποταμὸ (εὑρισκόμενον εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ ὠθήσας ἐλαφρῶς τὸν ἔρριψεν ἐντὸς αὐτοῦ) Σαρεκκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/