ἀρνίσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνίσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρνίσκω, μέσ. ἀρνίσκομαι Πόντ. (Οἰν.) ἀρνιούμενε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρνοῦμαι (ἰδ. ἀρνε͜ιέμαι) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίσκω.
Σημασιολογία
Ἀπαρινοῦμαι, ἐγκαταλείπω. Συνών. ἀρνε͜ιέμαι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA