ἀκροσυγγενεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροσυγγενεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροσυγγενεύω ἀμάρτ. ἀκροσυgενεύω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκροσυγγενής.
Σημασιολογία
Ἔχω μεμακρυσμένην συγγένειαν, εἶμαι ὀλίγον τι συγγενής: Ἀκροσυgενεύομενε μὲ τὸ δεῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA