γιˬωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬωμάρα ἡ, Κεφαλλ. (Ἀργοστόλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬῶμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. -αρος.
Σημασιολογία
Ἡ χαλκοπράσινος ὄψις ἀνθρώπου, ἔνδειξις κακίας καὶ μοχθηρίας: Τί περιμένεις ἀπὸ δαύτονε; Δὲ βλέπεις τὴ γιˬωμάρα πὄχει ’ς τὰ μοῦτρα του; Γιˬωμένος ἄνθρωπος. β) Συνεκδ., μοχθηρία, κακία. γ) Ἐπὶ ἐπιπλήξεως, ἐπιταγῆς πρὸς σιωπήν: Γιˬωμάρα! Συνών. σκασμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA