ἀκροσυγγενὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροσυγγενὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκροσυγγενὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀκροσυgενὴς Κρήτ. ἀκριˬοσυgενὴς Πελοπν. (Λακων.) Θηλ. ἀκροσυγγένισσα ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 6.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. συγγενής.
Σημασιολογία
Ὁ διὰ μεμακρυσμένης συγγενείας συνδεόμενος, ὁ οὐχὶ στενὸς συγγενὴς ἔνθ’ ἀν.: Τὴ λέγανε Βαγγελιώ, ἦτο μάλιστα κιˬ ἀκροσυγγένισσά μας ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀκροσυγγενεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA