ἀκρότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκρότοπος ὁ, Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. τόπος.
Σημασιολογία
Τὸ ἀκρότατον τμῆμα ἀγροῦ, τὸ ὁποῖον συνήθως εἶναι ἄγονον ἔνθ’ ἀν.: Δὲ βγῆκε καλὸ τὸ γέννημα, γιˬατὶ εἶναι ἀκρότοπος Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA