ἀκρουμαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρουμαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρουμαίνω ἀμάρτ. ἀκουρμαίνου Ἤπ. (Τζουμέρκ. κ.ἀ.) Μέσ. ἀκρουμαίνουμι Ἤπ. (Ἰωάνν.) ἀκουρμαίνομαι Κεφαλλ. Λευκ. ἀκουρμαίνουμι Ἤπ. ἀσκρουμαίνομαι Παξ. ἀσκουρμαίνομαι Παξ. ’κουρμαίνουμι Ἤπ. Στερελλ. (Καρπεν.) ’σκρουμαίνομαι Παξ.

Ετυμολογία

Ὁ ἐνεργ. τύπ. ἀκρουμαίνω ἐσχηματίσθη ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ ἀμαρτύρου μέσ. ἀκρουμαίνομαι, ὅπερ κατὰ μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ ἀκρουμάζομαι, ὡς καὶ ἀγγελοκρούω καὶ ἀγγελοσκιˬάζω ἐκ τοῦ ἀγγελοκρούομαι καὶ ἀγγελοσκιˬάζομαι. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 227.

Σημασιολογία

1)Ἀκούω, ἀκροῶμαι μετὰ προσοχῆς Ἤπ. (Ἰωάνν. Τζουμέρκ.) Λευκ. Παξ. Στερελλ. (Καρπεν.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Νά ἠμου νιˬὰ πετροπέρδικα ’ς τὰ πλάγιˬα τοῦ Πετρίλου, ν’ ἀκούρμαινα τὸν πόλεμο, τὰ κλέφτικα ντουφέκιˬα Τζουμέρκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκρουμάζομαι 1. β)Ἀκούω κρυφίως, ὠτακουστῶ Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Παξ. κ.ἀ. Συνών. ἀκρουμάζομαι 2, κρυφακούω. 2)Πείθομαι, ὑπακούω Κεφαλλ.: Δὲν ἀκουρμαίνεται τὸ παιδί. Εἶσαι ἀσύσταγο παιδί, δὲν ἀκουρμαίνεσαι κἀνένανε! αὐτόθ. Συνών. ἀκροάζομαι 2, ἀκρών-νομαι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/