ἀκρών-νομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρών-νομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρών-νομαι Κύπρ. ’κρών-νομαι Κύπρ. ’κρών-νουμαι Κύπρ. Ἀόρ. ἐκρώστηκα καὶ ἀκρώστηκα Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀκρώννομαι. Ὁ ἀόρ. ἐκρώστηκα ἐσχηματίσθη ἐκ συμφύρ. τοῦ ἐκρώθηκα καὶ ἐκροάστηκα τοῦ ρ. ἀκροάζομαι.

Σημασιολογία

1)Ἀκούω τινὰ μετὰ προσοχῆς, ἀκροῶμαί τινος: Ἀκρώστου εἶντα ’ν’ ποῦ σοῦ λαλοῦν (ἄκουσε μετὰ προσοχῆς τί εἶναι αὐτὰ, τὰ ὁποῖα σοὶ λέγουν). || Φρ. Ἄλλον κόσμον ἀκρών-νεται (ἐπὶ τοῦ μὴ προσέχοντος εἰς τὰ λεγόμενα). || ᾌσμ. Τώρᾳ ’κατσες ταὶ ’κρών-νεσαι τῶν πουλλιῶν ποῦ πετοῦσιν; Ἂν ἄντζελος ἐγίνητες, ’κρώστου τὴν προσευκήν μου, τ’ ἔλα ἐσὺ ἡ ἴδια νὰ πάρῃς τὴν ψυχήν μου. Κόρη μου, σύντυε καλὰ ταὶ ’κρώστου μου τ’ ἐμένα ταὶ ἔτσι κάμνουν τὰ παιδκιˬὰ οὕλ-λα τὰ προκομμένα. Συνών. ἀκροάζομαι 1, ἀκροᾶμαι 1, ἀκρουμάζομαι 1, ἀκρουμαίνω 1, ἀφτιˬάζομαι. 2) Πείθομαι, ὑπακούω: ᾿Èν τοῦ ἀκρώστην τ’ ἐβλάφτην (δὲν ἐπείσθη εἰς αὐτὸν καὶ ἐβλάβη). || Γνωμ. Καληˬώρα του ποῦ ἀκρών-νεται τοὺς γονεˬούς του. Ὅπκο͜ιος ’ὲν ἀκρών-νεται γονεˬοῦ παραγωνιˬᾶς τοιμᾶται (παραγωνιˬᾶς=εἰς ἀπομακρυσμένην γωνίαν. ᾿Επὶ τέκνου δυστυχοῦντος διὰ τὴν ἀπείθειαν εἰς τοὺς γονεῖς). || ᾌσμ. Τῆς μάνας του ’ὲν ἀκρών-νεται, μόνον τὰ θέλει κάμνει. Παρὰ ταὶ κόφκεις τὰ έρκα μου, κόψε τὴν τεφαλήν μου, γιατὶ ἐπαραντζέλ-λαν μου ἐμέναν οἱ γονεˬοί μου τ’ ἐγιˬὼ ’ὲν τοὺς ἀκρώστηκα, ἂς τά ’βρ’ ἡ τεφαλή μου. Συνών. ἀκροάζομαι 2, ἀκρουμαίνω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/