ἀκρωνυχιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρωνυχιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρωνυχιˬάζω ἀμάρτ. ’κορωνυχιˬάζω Πελοπν. (Αἴγ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρωνύχι.

Σημασιολογία

Ξέω διὰ τῶν ὀνύχων, ἀμύσσω ἔνθ’ ἀν.: Μὲ ’κορωνύχιˬασε ἡ γάττα Αἴγ. || Φρ. Ἄρχισαν νὰ ’κορωνυχιˬάζουν τὰ μάγουλά τους (κατελήφθησαν ὑπὸ ἀπελπισίας) Πελοπν. Συνών. γρατσουνίζω, τσουγγρανίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/