ἀκταρμᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκταρμᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀκταρμᾶς ὁ, Θρᾴκ. (Κομοτ.) Ἴμβ. κ.ἀ. ἀχταρμᾶς Σύμ. ἀχταρμὰ ἡ, Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aktarma.

Σημασιολογία

1)Μεταφορά, μετακόμισίς τινος ἀπὸ ἕνα μέρος εἰς ἄλλο Θρᾴκ. (Κομοτ.) Ἴμβρ. β) Μετάγγισις πράγματος Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Εποίκεν ἀχταρμὰν τὸ γάλαν ἀσ’ σ’ ἕναν τὴν τέντερεν ’ς σ’ ἄλλο (ἐποίκεν=ἔκαμε, τέντερε=τέντσερης) Χαλδ. 2)Βαθεῖα ὄργωσις γῆς Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/