ἀκυβέρνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκυβέρνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκυβέρνευτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κυβερνευτὸς<κυβερνεύω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
Ὁ ἐστερημένος τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων. Συνών. ἀκυβέρνητος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA