ἀκυβέρνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκυβέρνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκυβέρνητος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. Λάκων.) Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ.-Λεξ. Λάουνδ. Ἐλευθερουδ.-ΚΠαλαμ. Βωμ. 106 ἀκυβέρνητους Ἤπ. κ.ἀ. ἀκυβέρνιστος Κρήτ. ἀτυβέρνητος Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκυβέρνητος. Ὁ τύπ. ἀκυβέρνιστος κατὰ τὰ παραγόμενα ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. διὰ τὴν σύμπτωσιν τοῦ ἀορ. τούτων πρὸς τὸν ἀόρ. τῶν περισπωμένων.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ κυβερνώμενος, ὁ μὴ διοικούμενος, ἐπὶ πλοίου μὴ πηδαλιουχουμένου Ἄνδρ. κ.ἀ.-Λεξ. Λάουνδ. Ἐλευθερουδ. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: ’Πόμεινε τὸ καράβι ἀκυβέρνητο ὅλην τὴν ἡμέρα Ἄνδρ. Βάρκα ἀκυβέρνητη ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. ἤδη παρὰ τοῖς μεταγν. Πβ. Λουκιαν. Ζεὺς τραγῳδ. 46 «εἴτα ἡ ναῦς μὲν οὐκ ἂν ἔπλει μὴ κυβερνωμένη, τὸ δὲ ὅλον τοῦτο ἀκυβέρνητον οἴει καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι;» β)Ὁ μὴ δυνάμενος ἢ ὁ μὴ γνωρίζων νὰ διοικῇ τὰ ἑαυτοῦ Ἤπ. Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Οἰν.)-Λεξ. Ἐλευθερουδ. : Φρ. Σπίτι ἀκυβέρνητο (οἰκογένεια, ἡ ὁποία δὲν γνωρίζει νὰ διοικῆται, εἶναι ἀκατάστατος) Κορινθ.-Λεξ. Ἐλευθερουδ. 2)Ὁ ἐστερημένος τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων, πτωχὸς Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Σπίτι ἀκυβέρνητο Λάκων. || Φρ. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφίνει κἀνένα ἀκυβέρνιστο Κρήτ. Συνών. ἀκυβέρνευτος. Πβ. κυβερνῶ. 3)Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν δίδεται ἐλεημοσύνη, ὁ μὴ ἐλεούμενος, ἀνελέητος (πβ. κυβερνῶ=δίδω ἐλεημοσύνην) Πελοπν. (Τρίκκ): Τὸν ἄφητε ἀτυβέρνητο τὸ ζητουλιˬάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA