ἀκυλίντριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκυλίντριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκυλίντριστος ἐπίθ. Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)-Λεξ. Λάουνδ. ἀκυλίdριστος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κυλιντριστὸς<κυλιντρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ συμπεπιεσμένος διὰ κυλινδρίσματος (ἐπὶ τῆς ὁριζοντίας καὶ διὰ χώματος κεκαλυμμένης στέγης, ὅπερ συμπιέζεται διὰ βαρέος λιθίνου κυλίνδρου, ἵνα μὴ διαρρέῃ τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς) ἔνθ’ ἀν.: Δῶμαν-ρδανὶν ἀκυλίντριστον (δῶμαν καὶ συνών. ρδανὶν= στέγη) Χαλδ. Πβ. ἀματσόλιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/