ἀκύλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκύλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκύλιστος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.)-Λεξ. Λάουνδ. ᾿Ηπιτ-ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 78 καὶ Δωδεκάλ. Γύφτ.2 54 ἀκύλιχτος Πόντ. (Οἰν.) ἀκύλιγος Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκύλιστος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ κυλισθεὶς ἢ ὁ μὴ κυλιόμενος ἔνθ’ ἀν. 2)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κυλισθῇ, νὰ μετατοπισθῇ ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτου 54: Ποίημ. Πέτρα ἀκύλιστη σκεπάζει | πεθαμένη τὴ σκλαβιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA