ἀκυνήγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκυνήγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκυνήγητος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κυνηγητός<κυνηγῶ.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐκυνήγησέ τις, ὁ μὴ κυνηγημένος: ᾎσμ. Πουλλάκι μου ἀκυνήγητο, ποι͜ὸς θὰ σὲ κυνηγήσῃ; ποι͜ὸς θὰ σὲ βάλῃ ’ς τὴ φωλεˬὰ γλυκὰ νὰ σὲ φιλήσῃ; Ζάκ.-Ποίημ. Διˬωγμέν’ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ’ς τὸ στόμα, χιλιˬάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φούχτα χῶμα νὰ μείνουν ἀκυνήγητα . . . ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,206.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA