ἀκυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκυρώνω λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀκυρῶ.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι ἄνευ κύρους, ἄνευ ἰσχύος, καταργῶ, ἀθετῶ: Ἀκυρώνω διαθήκη-ἐκλογὴ- συμφωνία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA