ἀλάβωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάβωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀλάβωτα ἐπίρρ. Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀλάβωτος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ἄνευ βασκανίας, συνήθως ἐν εὐχῇ ἀποτρεπτικῇ τοῦ κακοῦ: Φρ. Ἀλάβωτά σου! (συνών. φρ. ποῦ νὰ μὴ βασκαθῇς!) Ὁ δεῖνα, ἀλάβωτά του, εἶναι παχύς! Συνών. φρ. μάτι νὰ μὴ τὸν πιˬάσῃ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/