ἀλᾴδιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλᾴδιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλᾴδιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλᾴδιˬαστους Ἴμβρ. ἀλᾴδιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λᾳδιˬαστὸς<λᾳδιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἐστερημένος ἐλαίου, ἐπὶ τροφῶν ἐν γένει ἔνθ’ ἀν.: Ἀλᾴδιˬαστα φασούλιˬα Ἴμβρ. Ἀλᾴδιˬαη σαλάτα, ἀλᾴδιˬαγου φαεῖ Αἰτωλ. Ἀλᾴδιˬαγα λάχανα δὲν τρώουντι αὐτόθ. 2) Ὁ μὴ χρισθεὶς δι’ ἐλαίου, ἀβάπτιστος Στερελλ. (Αἰτωλ): Οἱ Τοῦρ’ εἶνι ἀλᾴδιˬαοι. 3) Βάρβαρος, ἀγροῖκος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι ἀλᾴδιˬαγους ’λότιλα. Ἀποὺ σέναν τοὺν ἀλᾴδιˬαγου τί νὰ πάρου; Πβ. ἄλᾳδος, ἀλᾴδωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA