ἀλαλαγὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλαγὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλαλαγὴ ἡ, ΓΒλαχογιάνν. ἐν Προπυλ. 1,241 ἀλαλαὴ Θεσσ. (Ζαγορ.) ’λαλταγὴ Ἀστυπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀλαλαγὴ=κραυγή. Διὰ τὸ ’λαλταγὴ πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθ. καύκαλον-καύκαλτον, ὅλος-οὕλτος, σκάλα-σκάλτα κττ., ἐν οἷς προϋπῆρξε διπλοῦν λ.
Σημασιολογία
Θόρυβος, ὀχλοβοὴ ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἔπαυε ’ς τοὺς δρόμους ἡ γεˬορτινὴ ἀλαλαγὴ κ’ ἡ παραζάλη . . . ποῦ τὴ γεννοῦσε ἡ ἔγνοι͜α κ’ ἡ ἀνησυχιˬὰ γιˬὰ τὴ γεˬορτὴ ποῦ θά ’φτανε ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Τούτη ἡ ἀναλοὴ πάλε εἶντα βρίεται νὰ πῇ! (τί ἠμπορεῖ νὰ εἶναι πάλιν οὗτος ὁ θόρυβος! βρίεται=εὑρίσκεται) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA