ἀλαλάευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλάευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλαλάευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λαλαευτὸς<λαλαεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τυχὼν περιποιήσεων καὶ θωπειῶν, συνήθως ἐπὶ παιδίων ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἕναν τ’ ἀνέ’ν ἀτ’ς λαλαεύ’ καὶ τ’ ἄλλο ἔ’ ἀλαλάευτον (τὸν ἕνα ἀνεψιόν της περιποιεῖται καὶ τὸν ἄλλον τὸν ἔχει ἀπεριποίητον. ἔ’ ἐκ τοῦ ἔχει ἀ) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA