ἀλαλητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλαλητὸς ὁ, Πελοπν. (Γορτυν.) κ.ἀ.-ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 140 ἀητὲ Τσακων. ἀλαλητὸ τό, ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 33 καὶ Μοσκ. 87.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀλαλητός. ᾿Εν τῷ τύπῳ ἀητὲ συνέβη ἀποβολὴ τῆς συλλαβῆς λα κατ’ ἀνομ.
Σημασιολογία
Μέγας θόρυβος, ἀλαλαγμός, κραυγὴ ἔνθ’ ἀν.: Ἄκουες φωνὲς καὶ σφυριξιˬὲς κιˬ ἀλαλητὸ καὶ τάραχο μεγάλο ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. ἔνθ’ ἀν. Γενικὸ σούσουρρο κιˬ ἀλαλητὸ ἀκούσθη ἀπ’ ἄκρη εἰς ἄκρη ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Φωνὰ τζαὶ ἀητὲ ἀτέ, καπνὲ τζαὶ δυσωδία (φωνὴ καὶ θόρυβος μέγας, καπνὸς καὶ δυσωδία) Τσακων.-Ποιημ. Δύο κοράκιˬα πλάκωσαν μ’ ἀλαλητὸ μεγάλο ΓΣουρῆς ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA