ἀλαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλαλιˬάζω σύνηθ. ἀλαλιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀλαγιˬάζω Κρήτ. (Βάμ. κ.ἀ.) Μέσ. ἀλαλιˬάζομαι Ἰων. (Σμύρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄλαλος σχηματισθὲν κατ’ ἀναλογ. τῶν ἄλλων εἰς -ιˬάζω ληγόντων καὶ νόσον ἢ πάθησιν δηλούντων, ὡς παθιˬάζω, χτικιˬάζω, ψειριˬάζω κττ.

Σημασιολογία

1)Ἀμτβ. περιπίπτω εἰς ζάλην ἢ ἀναισθησίαν διὰ τραῦμα, νόσον, δαρμὸν κττ. Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Μὲ τὴν ξυλεˬὰ πὄφαγε ’ς τὸ κεφάλι ἀλάλιˬασε Κεφαλλ. Ἀλάλιˬαξα ’π’ τ’ν ἀρρώστιˬα Αἰτωλ. Θὰ σὶ κάμου ν’ ἀλαλιˬάξ’ς ἀπ’ τ’ς δ’λει͜ὲς αὐτόθ. Εἶναι ἀλαλιˬασμένος καὶ δὲν ξεχωρίζει πρόσωπα Κεφαλλ. || Φρ. Νὰ ρ’μάξ’ κιˬ ἀλαλιˬάξ’! (ἀρὰ) Αἰτωλ. Καὶ μετβ. φέρω τινὰ εἰς κατάστασιν ζάλης καὶ ἀναισθησίας, καθιστῶ τινα ἀνίκανον νὰ ἀντιλαμβάνεται τὰ περὶ αὐτὸν συμβαίνοντα Ἄνδρ. Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Βάμ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ. Γορτυν. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Τρίκκ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος κ.ἀ. Μ’ ἀλάλιˬασαν μὲ τοὶς φωνές τους Βούρβουρ. Τὸν ἀλάλιˬασαν ἀποὺ τὸ ξύλο Κρήτ. Μ’ ἀλάγιˬασε ’ς τὸ ξύλο Βάμ. Τὸν ἀλάλιˬασε ’ς τὸ ξύλο Αἴγ. Βασαρ. Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ. Τοῦ ’δωκα, τοῦ ’δωκα, ὣς ποῦ τὸν ἀλάλιˬασα (τὸν ἔδειρα μέχρι ἀναισθησίας) Ἄνδρ. Τὸ κρασὶ τὸν ἀλάλιˬασε καὶ δὲ bορεῖ νὰ μιλήσῃ Κεφαλλ. Εἶμ’ ἀλαλιˬασμένος Ἀρκαδ. 2)Ἀμτβ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐκπλήξεως καὶ ἀμηχανίας, θαμβώνομαι Ἄνδρ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Πάτρ.) Σάμ. κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,150 ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 73: Ἀλάλιˬασε μὲ τὰ πλούτηˬα του Κεφαλλ. ᾿Ηλάλιˬασε ἀπὸ τὴ χαρά του Θήρ. Τὸν εἶδα πολὺ ἀλαλιˬασμένονε Κεφαλλ. Ἔμεινε ὁλόρθος κ’ ἔχασκε σὰν ἀλαλιˬασμένος ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Ὁ καπετάνιˬος ἔμειν’ ἀλαλιˬασμένος ’ς τὸν τόπο του, καταφυγιˬάστηκε ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Κόρη μαλαματένιˬα μου | καὶ μαργαριταρένιˬα μου, βγαίνεις τὸ μῆνα μιˬὰ φορὰ | ποῦ ’ναι τὰ λουλούδιˬα τὰ πολλά, κάνεις τοὺς νεˬοὺς καὶ σφάζονται, | τοὺς γέρους κιˬ ἀλαλιˬάζονται Σμύρν. Συνών. σαστίζω. Καὶ μετβ. περιάγω τινὰ εἰς σύγχυσιν καὶ ἀμηχανίαν Ἄνδρ. Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σάμ. κ.ἀ.: Τὸν ἀλάλιˬασαν οἱ κουβέdες τους Κεφαλλ. Ὅπως κάνετε ὁλόγυρά μου θὰ μὲ ἀλαλιˬάσετε αὐτόθ. Τὸν ἀλάλιˬασε ὁ θάνατος τῆς κόρης του αὐτόθ. Τοὺν ἀλάλιˬασι ἡ φτώχε͜ια Σάμ. β)Συγχύζομαι, ταράσσομαι Πελοπν. (Μάν.) : ᾎσμ. Θέ μου, νὰ βρέχῃ τὴ Λαbρὴ κιˬ ὅλη τὴ νεˬὰ Δευτέρα νὰ μὴν ἀλλάξουν οἱ λυγερὲς κιˬ ἀλαλιˬαστοῦ οἱ παππάδες κιˬ ἁρματωθῇ ἡ λεβεdουριˬὰ καὶ πάῃ ’ς τὴ λιτανεία. Πβ. ἀλαλώνω, ζαλίζω, σκοτίζω, συχύζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/