Ἀλαμάννος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀλαμάννος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀλαμάννος ὁ, Ἤπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μεσσ. Τρίπ. κ.ἀ.) Σαλαμ. Σκῦρ. κ.ἀ. Θηλ. Ἀλαμάννα Κεφαλλ. Κύπρ. Κῶς Πελοπν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐθνικοῦ ὀν. Ἀλαμαννός. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου κατὰ τὰ ἐθνικὰ Καταλᾶνος, Βενετσᾶνος κττ. Πβ. NBees, Imber. und Margar. 105 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ἀλλόθρησκος, ἄπιστος, ἀσεβὴς Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ. κ.ἀ.) Σαλαμ. Σκῦρ. κ.ἀ.: Αὐτὸς εἶναι Ἀλαμάννος, δὲ νηστεύγει μουδὲ τὴ Μεγάλη Παρασκὴ Κρήτ. || ᾌσμ. Ἂν εἶσαι Τοῦρκος, φάε με, κιˬ ἂν εἶσαι Ἀλαμάννος, κιˬ ἂν εἶσαι ὁ πατέρας μου μὴ φάς νὰ μαγαρίσῃς! Ἤπ. Τί λές, σκύλλα, τί λές Ὁβρα͜ιά, τί λές, μωρ’ Ἀλαμάννα! Πελοπν. 2)Ἄγριος, φοβερός, ὠμὸς Κρήτ. Σαλαμ.: Βρὲ Ἀλαμάννε, τί τὸ χτυπᾷς τὸ παιδί; τὸ σκότωσες! Σαλαμ. || Φρ. Φουρκίστηκε κ’ ἔγινε Ἀλαμάννος (ἐπὶ τοῦ σφόδρα ἐξοργισθέντος) αὐτόθ. Ἔγινε Τοῦρκος, Ἀλαμάννος ἀπὸ τὸ θυμό του αὐτόθ. 3)Ἀναιδής, ἀδιάντροπος: Εἶdα Ἀλαμάννα εἶναι τούτη; δὲ σέβεται οὔτε ἀπεζὸ οὔτε καβαλλάρι Ἀπύρανθ. 4)Τὸ θηλ., ἡ εὐκόλως δυναμένη ν’ ἀπατᾷ, πλάνος Κῶς 5)Γυνὴ μεγαλόσωμος καὶ ἀνδρώδης Κύπρ.: Ἐγίνην Ἀλαμάννα (ἐπάχυνε καὶ ἀνεπτύχθη. Πβ. Λαογρ. 7 <1923> 48) Κύπρ. Συνών. Ἀμαζόνα, ἀντριτσάνα, ἀντρογυναῖκα. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλαμάννος Ἄνδρ. Κέρκ. Ἀλαβάννος Κυκλ. Ἀλαμαννῆς Θεσσ. Τὸ θηλ. Ἀλαμάννα κύριον ὄν. Σύμ. Καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλαμάννος Πελοπν. (Λακων.) Χίος. Τ’ Ἀλαμάννου Ρόδ. Ἀλαμάννα Ρόδ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἀλαμαννιˬὰ Ἄνδρ. (Κόρθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA