ἀλαμπικάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαμπικάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλαμπικάριστος ἐπίθ. Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *λαμπικαριστὸς<λαμπικάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λαμπικαρισμένος, ἤτοι ὁ ἀκαταστάλακτος, ὁ μὴ διαυγής. Συνών. ἀκαταστάλαχτος 1, ἀλαγάριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/