ἀλάνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλάνης ὁ, πολλαχ. Οὐδ. ἀλάνικο Ἀθῆν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀλάνι.
Σημασιολογία
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ δρόμου καὶ τῶν πλατειῶν, ἄεργος, ἀλήτης ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἀλάνικο μικρὸ μὲ τσαχπινιˬά, | πειράζεις ὅλους πάντα καὶ γελᾷς κιˬ ἂν τύχῃ καὶ κἀμμιˬά ’ς τὴ γειτονιˬά, | τῆς ρίχνεσαι καὶ γίνεσαι μπελᾶς Ἀθῆν. Πβ. ἀλάνι 2, ἀλανιˬαράκι ἀλανιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA