ἀλανιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλανιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀλανιˬάρις ὁ, πολλαχ. ἀλανιˬάρ’ς Σάμ. κ.ἀ. Θηλ. ἀλανιˬάρα πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀλάνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
1)Ὁ περιφερόμενος ἄεργος, ἄνθρωπος τοῦ δρόμου, ἀλήτης, πρόστυχος ἔνθ’ ἀν.: Γυρίζει σὰ dὸν ἀλανιˬάρι Κρήτ. Εἶναι ἕνας ἀλανιˬάρις, Παναγιˬά μου! Σῦρ. Συνών. μόρτης, μπερμπάντης, ξεσκισμένος (ἰδ. ξεσκίζω). 2)Θηλ. ἀλανιˬάρα, γυνὴ ἢ κόρη ἐρωτότροπος καὶ ἄσεμνος πολλαχ.: ᾎσμ. Τῆς ἀλανιˬάρας τὸ φιλεῖ ἔχει περίσσα γλύκα, γιˬ’ αὐτὸ τὴν ἀγαποῦν πολλοί, τὴν παίρνουν δίχως προῖκα Ἀθῆν. Συνών. ἀλανιˬαράκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA