ἁλατερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλατερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁλατερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Λάουνδ. ἁλατιρὸς ὁ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἁλατερὴ ἡ, Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ. ἁλατιρὴ Σάμ. ἁλατσερὴ Κρήτ. ἁλατσιρὴ Σάμ. ἁλατερὸν τό, Κάρπ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἁλατερὸ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Δαρδαν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. κ.ἀ.-Λεξ. Βυζ. ἁλατιρὸ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ.) Μακεδ. (Βελβ. Μελέν.) Σάμ. κ.ἀ. ἁλατσερὸ Θήρ. Κρήτ. Νάξ. ἁλατσιρὸ Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁλάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός. Τὸ ἁλατερὸ καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1)Ὁ περιέχων ἅλας περισσότερον τοῦ δέοντος, ἐπὶ φαγητοῦ ὑφαλμύρου Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Λάουνδ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλαταρὲς τοπων. Ζάκ. 2)Ὡς οὐσ., δοχεῖον ἅλατος ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁλαταρε͜ιό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/